- φοροῦντες
- φορέωrepeatedpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PANICA — Graece Πανικὰ, ligneae perticae cum furculis, ad similanda crura Aegipanum, quae ὑπόζυλα erant et arida, cruribus utpote caprarum similia, factae, grallae aliâs et colobathra. Festus, Grallatores appellantur Pantomimi, qui, ut in saltatione… … Hofmann J. Lexicon universale
κίτταρος — κίτταρος, ὁ (Α) [κίτταρις] (κατά τον Ησύχ.) «διάδημα ὅ φοροῡσι Κύπριοι, οἱ δὲ τὰ διαδήματα φοροῡντες κίτταροι λέγονται» … Dictionary of Greek
πρόσχωση — η / πρόσχωσις, ώσεως, Ν Μ Α [προσχώννυμι] επισώρευση ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην παραλία θάλασσας η οποία συντελεί στην επαύξηση τής χέρσου («πᾱσα [Αἴγυπτος]... πρόσχωσις οὖσα τοῡ Νείλου», Αριστοτ.) νεοελλ. γεωλ. 1. απόθεση γαιωδών υλικών η… … Dictionary of Greek